Search results
arrogant adj. (person) υπερόπτης, αλαζόνας ουσ ως επίθ. The supervisor of our department is arrogant and rude. Ο προϊστάμενος του τμήματός μας είναι αλαζόνας και αγενής. arrogant adj. (action) υπεροπτικός, αλαζονικός επίθ. The actor's arrogant ...
«arrogant» Ελληνικά μετάφραση. volume_up. arrogant {επιθ.} EL. volume_up. υπεροπτικός. volume_up. arrogance {ουσ.} EL. volume_up. αλαζονεία. υπεροψία. volume_up. arrogate {ρ.} EL. volume_up. διεκδικώ. οικειοποιούμαι. σφετερίζομαι. «arrogant» Ελληνικά μετάφραση. Ελληνικά μεταφράσεις που παρέχονται από Oxford Languages.
arrogance n. (excessive pride) αλαζονεία, υπεροψία, έπαρση ουσ θηλ. The way Daniel speaks to his colleagues shows arrogance. Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις. Ο όρος 'arrogance' βρέθηκε επίσης στις ...
Μετάφραση του "arrogant" σε Ελληνικά. Οι υπεροπτικός, υπερόπτης, αλαζονικός είναι οι κορυφαίες μεταφράσεις του "arrogant" σε Ελληνικά. Δείγμα μεταφρασμένης πρότασης: A bit arrogant. But he's got the goods to back it up. ↔ Κάπως υπεροπτικός, αλλά διαθέτει τα αγαθά για να το αντισταθμίσει. arrogant adjective γραμματική.
Dictionary. English-Greek. A. arrogant. What is the translation of "arrogant" in Greek? en. volume_up. arrogant = el. volume_up. υπεροπτικός. Translations Definition Synonyms Pronunciation Examples Translator Phrasebook open_in_new. EN. "arrogant" in Greek. volume_up. arrogant {adj.} EL. volume_up. υπεροπτικός. volume_up. arrogance {noun} EL.
Η υπηρεσία της Google, που προσφέρεται χωρίς χρέωση, μεταφράζει άμεσα λέξεις, φράσεις και ιστοσελίδες μεταξύ Ελληνικών και περισσότερων από 100 άλλων γλωσσών.
ARROGANT meaning: 1. unpleasantly proud and behaving as if you are more important than, or know more than, other…. Learn more.