Yahoo Web Search

Search results

  1. arrogant adj. (person) υπερόπτης, αλαζόνας ουσ ως επίθ. The supervisor of our department is arrogant and rude. Ο προϊστάμενος του τμήματός μας είναι αλαζόνας και αγενής. arrogant adj. (action) υπεροπτικός, αλαζονικός επίθ. The actor's arrogant ...

  2. «arrogant» Ελληνικά μετάφραση. volume_up. arrogant {επιθ.} EL. volume_up. υπεροπτικός. volume_up. arrogance {ουσ.} EL. volume_up. αλαζονεία. υπεροψία. volume_up. arrogate {ρ.} EL. volume_up. διεκδικώ. οικειοποιούμαι. σφετερίζομαι. «arrogant» Ελληνικά μετάφραση. Ελληνικά μεταφράσεις που παρέχονται από Oxford Languages.

  3. arrogance n. (excessive pride) αλαζονεία, υπεροψία, έπαρση ουσ θηλ. The way Daniel speaks to his colleagues shows arrogance. Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις. Ο όρος 'arrogance' βρέθηκε επίσης στις ...

  4. Μετάφραση του "arrogant" σε Ελληνικά. Οι υπεροπτικός, υπερόπτης, αλαζονικός είναι οι κορυφαίες μεταφράσεις του "arrogant" σε Ελληνικά. Δείγμα μεταφρασμένης πρότασης: A bit arrogant. But he's got the goods to back it up. ↔ Κάπως υπεροπτικός, αλλά διαθέτει τα αγαθά για να το αντισταθμίσει. arrogant adjective γραμματική.

  5. Dictionary. English-Greek. A. arrogant. What is the translation of "arrogant" in Greek? en. volume_up. arrogant = el. volume_up. υπεροπτικός. Translations Definition Synonyms Pronunciation Examples Translator Phrasebook open_in_new. EN. "arrogant" in Greek. volume_up. arrogant {adj.} EL. volume_up. υπεροπτικός. volume_up. arrogance {noun} EL.

  6. Η υπηρεσία της Google, που προσφέρεται χωρίς χρέωση, μεταφράζει άμεσα λέξεις, φράσεις και ιστοσελίδες μεταξύ Ελληνικών και περισσότερων από 100 άλλων γλωσσών.

  7. ARROGANT meaning: 1. unpleasantly proud and behaving as if you are more important than, or know more than, other…. Learn more.

  1. People also search for